ακροκόρυφος

ακροκόρυφος
-η, -ο (Μ ἀκροκόρυφος, -ον)
1. ο πανύψηλος
2. το ουδ. ως ουσ. το άκρο τής κορυφής, το ψηλότερο σημείο
μσν.
το αποκορύφωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -κόρυφος < κορυφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακροκόρυφος — η, ο 1. ο πολύ ψηλός: Μια μοναχική ακροκόρυφη βελανιδιά γέμιζε από τρυγόνια την άνοιξη και το φθινόπωρο. 2. το ουδ. ως ουσ., το ακροκόρυφο το αποκορύφωμα: Αυτό ήταν το ακροκόρυφο του εγωισμού του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”